τσατάλι
Смотреть что такое "τσατάλι" в других словарях:
τσατάλι — τσατάλι, το και τσάταλο, το (λ. τουρκ.) 1. διχαλωτό ξύλο: Η σαΐτα χρειάζεται τσατάλι. 2. ραβδισμός, μαστίγωση, ξυλοκόπημα: Έφαγε τσάταλο γι αυτά που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάταλο — και τσατάλι, το, Ν 1. χοντρό διχαλωτό ραβδί 2. συνεκδ. ραβδισμός, ξυλοκόπημα 3. φρ. «τρώω τσάταλο» i) δέχομαι επιπλήξεις ii) ξυλοκοπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catal] … Dictionary of Greek